κόλερος

κόλερος
κόλερος, -α, -ον και κολερός, -ά, -όν (Α)
(για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ' εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπ-ερος, εύ-ερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόλερον — κόλερος short wooled masc acc sg κόλερος short wooled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλερα — κόλερος short wooled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • κολέραι — κολέρᾱͅ , κόλερος short wooled fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”